-
1 ἀπο-λέγω
ἀπο-λέγω, 1) ( λέγω, sammeln) ablesen, ἀπολέξαι τριβόλους Ar. Lys. 576; auslesen, auswählen, τὸ ἄριστον Her. 5, 110 (der so auch das med. braucht, μυριάδας τοῠ στρατοῦ 8, 101); ἀπολέξας τριακοσίους τοῠ στρατοῦ Thuc. 4, 70; Ar. Vesp. 580 und Folgende; καρπόν Theophr.; κριτήν, reiicere, Plut. Cat. min. 48; pass. ἀπολελεγμένοι ἐκ Περσέων πάντων, auserwählte, Her. 7. 40. 41; ἀπειλεγμένοι Xen. Mag. equ. 8, 12. – 2) ( λέγω, sagen), absagen, verweigern; τὸ χορηγεῖν Pol. 2, 63; περὶ τῆς συμμαχίας, in Betreff der Bundesgenossenschaft eine abschlägige Antwort ertheilen, 4, 9 (im guten Att. ἀπαγορεύω). – Med., sich etwas versagen, verzichten, Plut. νίκην, auf den Sieg, Nic. 6; βίον, dem Leben entsagen, adv. Stoic. 4, öfter; ablehnen, δέησιν Sol. 12, oft; an etwas verzweifeln, sich aufgeben, Lyc. 22. – Bei Themist. hersagen, recitiren; ἀπολέλεκται, es ist ausgesprochen, Ael. H. A. 8, 17.
-
2 μαρτυρέω
Aμαρτυρηθήσομαι Is.8.13
, D.19.40; μαρτυρήσομαι in pass. sense, X. (v.infr. 9), D. 57.37: [tense] aor. ἐμαρτυρήθην: [tense] pf.μεμαρτύρημαι Antipho 6.16
, used in act. sense, LXX Ge.43.3:—bear witness, give evidence:—Constr.:1 abs., Simon. 4.7, Pi.I.5(4).48;μαρτυροῦντι πιστεύειν Antipho 2.2.7
; (iii B.C.), cf. SIG953.19 (Calymna, ii B.C.), etc.2 c. dat. pers., bear witness to or in favour of another, confirm what he says, A.Eu. 594, Hdt. 8.94, etc.; μαρτυρέει μοι τῇ γνώμῃ, ὅτι .. bears witness to my opinion, that.., Id.2.18, cf. 4.29; ; esp. bear favourable witness to, give a good report of a person, IG22.657 (iii B.C.), etc.;πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ Eu. Luc.4.22
. b. c. dat. rei,μ. τῇ διαθήκῃ POxy.494.33
(ii A.D.), etc.3 c. acc. rei, testify to a thing, Alc. 102, Pi.O.13.108, S.Ant. 515, Pl.Phdr. 244d;μ. τινί τι Pi.O.6.21
, A.Supp. 797 (lyr.).5 c. inf., testify that a thing is, Heraclit. 34, S.OC 1265, etc.; τίς σοι μαρτυρήσει ταῦτ' ἐμοῦ κλύειν; that he heard.. ? Id.Tr. 422, cf. E.Hipp. 977;ὁ κληθεὶς μαρτυρείτω ἀληθῆ μαρτυρεῖν PHal.1.225
(iii B.C.): rarely c. part.,μαρτυρεῖτέ [μοι].. ῥινηλατούσῃ A.Ag. 1184
;μ. τισὶ παραγινομέναις D.H. 8.46
.6 μ. τινὶ ὡς .. A.Ag. 494, cf. Pl.Grg. 523c;σώματα.. ὡς ἔστιν, αὐτὴ ἡ αἴσθησις.. μ. Epicur. Ep.1p.6U.
; μ. ὅτι .. X.Vect.4.25.7 μ. τινὶ τῆς συμμαχίας testify to, acknowledge the value of his alliance, J.AJ13.5.3.8 c. acc. cogn.,μαρτυρίαν μ. Is. 11.25
, Pl.Erx. 399b; μ. ἀκοήν give hearsay evidence, D.57.4; μ. ψεῦδος, ψεύδη, bear false witness, Amips. 13, Diph. 32.16;τὰ ψευδῆ Lys. 19.4
;τἀληθῆ Aeschin. 1.46
:—[voice] Pass.,μαρτυρίαι μαρτυρηθεῖσαι D. 47.1
; , cf. Lys. 13.66.9 impers. in [voice] Pass., παρ' ἄλλου ποιητοῦ μαρτυρεῖται testimony is borne by.., Pl.Prt. 344d; οἶδα.. μαρτυρήσεσθαί μοι ὅτι .. X.Mem.4.8.10, cf.Ap.26; μεμαρτύρηται ὑμῖν testimony has been given before you, Lys. 19.55, Is.9.5.10 [voice] Pass., μαρτυρεῖταί μοι σοφία is ascribed to me, D.H. 2.26; μαρτυροῦμαι ἐμπειρίαν I have it ascribed to me, Plu. 2.58a, cf. Luc.Sacr.10;καλοκἀγαθίαν μαρτυρούμενος J.AJ 15.10.5
; μαρτυροῦμαι ἐπί τινι I bear a character for.., Ath. 1.25 f; ἄνδρας μαρτυρουμένους men whose character is approved by testimony, Act.Ap.6.3;τεχνίτας.. μαρτυρηθέντας ὑπό τινος SIG799.28
(Cyzicus, i A.D.); ([place name] Abydos).II Astrol., to be in aspect with, c. dat., Ptol.Tetr. 123;μ. τὴν μοῖραν Cat.Cod.Astr.7.226
:—[voice] Pass., Nech. ap. Vett.Val. 279.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρτυρέω
-
3 επεχω
(fut. ἐφέξω и ἐπισχήσω; aor. 2 ἐπέσχον и поэт. ἐπέσχεθον) реже med.1) иметь, держать, покоить(πόδας, sc. θρήνυϊ Hom.)
2) протягивать, (по)давать(οἶνον, μαζὸν παιοί Hom.; λουτρὰ χειροῖν Eur.; πιεῖν Arph.)
3) приставлять, приближать, подносить(κρωσσὸν ποτῷ Theocr.)
ἐπισχόμενος ἐξέπιεν Plat. — поднеся (к устам чашу с ядом, Сократ) выпил4) направлять, устремлять(τόξον σκοπῷ Pind.; τόξα ἄλλῳ Eur.; ὀφθαλμόν τινι Luc.)
ἐ. τέν διάνοιαν ἐπί τινι Plat. (ср. 8) и τέν γνώμην τινί Plut. — обращать (свои) мысли к чему-л., думать (помышлять) о чем-л.;τὸν ἐπισχόμενος βάλεν ἰῷ Hom. — прицелившись, он поразил его стрелой5) устремляться, нападать, преследовать(ἐπί и κατά τινα Her., ἐπί τινι Thuc. и τινί Plut.)
τί μοι ὧδ΄ ἐπέχεις ; Hom. — что ты ко мне так пристал(а)?;ὄχλος πᾶς ἐπεῖχε Eur. — вся толпа набросилась (на Пентея)6) намереваться, рассчитывать(ποιεῖν τι Her.)
7) стремиться, добиваться(ἀρχαῖς Arph.)
ἐ. τῇ διαβάσει Polyb. — готовиться к переправе8) сдерживать, удерживать, задерживать(τινά τινος Eur., Xen., Plat., Dem. и τινὰ μέ (οὐ) πράσσειν τι Soph.)
ἐπέχων καὴ οὐκ ἀνιείς Plat. — держа и не отпуская, т.е. не давая передышки;ἐ. τέν διάνοιαν Arst. — переставать думать (ср. 4);ἐ. χεῖρα φόνου Soph. — удерживаться от убийства;ῥέεθρα ὄζοισιν ἐ. Hom. — запрудить течение (реки) ветвями;ἐ. ἡνίαν Soph. — натянуть поводья;ἐ. ὀργάς Eur. — сдерживать (свой) гнев;ἐ. στόμα Eur. — зажимать рот, мешать говорить (кому-л.);ἐπισχόμενος τὰ ὦτα Plat., Plut.; — заткнув(ший) себе уши;τέν φωνέν ἐπέσχητο Plut. — она не могла говорить;ἐπέμφθη Ἡρώδην τῆς μεταβολῆς ἐφέξων Plut. — он был послан, чтобы удержать Ирода от отпадения;ἐπισχειν τινος Thuc., Arph., Xen., περί τινος Thuc. и τι Dem., Plut.; — прекратить (приостановить) что-л.;τέν ζημίαν ἐ. Thuc. — отменить наказание;ἐ. τὰ πρὸς Ἀργείους Thuc. — приостановить переговоры с аргосцами;χρησμοὺς ἐπισχεῖν Eur. — воздержаться от предсказаний;Εὐβοίας πέρι ἐπισχεῖν Thuc. — отказаться от своих планов на Эвбею;ἡμέρας ἐπισχεθείσης Plut. — когда дневной свет померк;Μῆδοι ἐπέσχον Κορινθίους Her. — мидяне сдерживали коринфян, т.е. мидийские войска были выстроены против коринфских;ἐ. τῷ ξύλῳ τινά Arph. — обуздывать кого-л. палкой;ἢν μέ ἄνεμος ἐπέχῃ Her. — разве если дует ветер9) воздерживаться, выжидатьἈντίνοος δ΄ ἔτ΄ ἐπεῖχε Hom. — Антиной же все еще медлил;
ἐπίσχες Aesch. — погоди;ἐπίσχετον, μάθωμεν Soph. — подождите, давайте разберемся (в чем дело);οὐ πολὺν χρόνον ἐπισχὼν ἧκε Plat. — немного спустя он пришел:οὐκ ἔπεσχον τὸ στρατόπεδον καταλαβεῖν Thuc. — у них не хватило терпения выбрать место для лагеря;ἐπισχεῖν περὴ συμμαχίας Thuc. — подождать с заключением союза;ἐπέσχοντο τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιχειρεῖν Thuc. — они не решились атаковать афинян;ἐπέσχε εἰς τέν Ἀσίαν NT. — он задержался в Азии10) останавливаться(ἡμεῖς ἐπέσχομεν Plut.)
ἀναλῶν οὐκ ἐφέξεις Arph. — твоим расходам не будет конца;ὡς πρῶτον ἐπέσχε Plut. — когда он умолк11) воздерживаться от суждения(περί τινος Luc., Sext.; ἐν τοῖς ἀδήλοις Plut.)
ἐπισχεῖν μηδὲ καλέειν ὄλβιον Her. — воздержаться назвать (кого-л.) блаженным12) держать в своей власти, обладать, владеть(τέν Ἀσίην πᾶσαν Her.; πάντα Xen.; θεὸς ὅ τὸν κόσμον ἐπέχων Arst.)
13) занимать, простираться, охватывать(ἑπτὰ πέλεθρα Hom.; med. ἀμφὴ γαίῃ Hes.; τόπον τινά Arst., Plut.)
ἐπὴ πλεῖστον μέρος τῆς γῆς ἐπισχεῖν Thuc. — распространиться на большую часть страны;ὁπόσσον ἐπέσχη πῦρ Hom. — насколько раскинулось пламя;εὐχαὴ καὴ θυσίαι ἐπεῖχον τέν πόλιν Polyb. — молебствия и жертвоприношения совершались по всему городу;ἐπ΄ ὀκτὼ μῆνας Κυρηναίους ὀπώρη ἐπέχει Her. — уборка урожая длится у киренцев восемь месяцев;κραυγῆς ἐπεχούσης τῆς ἐκκλησίας Diod. — когда в собрании поднялся крик;τέν θύραν ἐπεῖχε κρούων Arph. — он не переставал стучать в дверь14) происходить, совершаться, бытьνὺξ ἐπέσχεν Plut. — наступила ночь
15) внимательно смотреть, пристально следить, вникать(τινί NT.)
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ναπολέων Γ’ — (Napoleon III, Παρίσι 1808 – Τσίσλεχερστ, Αγγλία 1873). Αυτοκράτορας των Γάλλων. Το όνομά του ήταν Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης, γιος του βασιλιά της Ολλανδίας Λουδοβίκου, αδελφού του Ναπολέοντα A’, και της Ορτάνς ντε Μποαρνέ. Μετά την πτώση… … Dictionary of Greek
Περικλής — (Αθήνα περίπου το 490 π.Χ. 429 π.Χ.). Πολιτικός των αρχαίων Αθηνών. Γιος του Ξανθίππου, του νικητή της Μυκάλης*, και της Αγαρίστης, από το γένος των Αλκμεωνιδών, διαπαιδαγωγήθηκε από τον Αναξαγόρα, τον Ζήνωνα και τον Πρωταγόρα και μπήκε στην… … Dictionary of Greek